- εκστρέφω
- (AM ἐκστρέφω)1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῡ τρόπους», Αριστοφ.)4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένοςδιεστραμμένος, διεφθαρμένος.
Dictionary of Greek. 2013.